- γενναίος
- -α, -ο (AM γενναῑος, -α, -ον, Α και -ος, -ον)μεγαλόψυχος, ανδρείοςνεοελλ.γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή»)μσν.(για βάδισμα) γρήγοροςαρχ.1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του2. ο υψηλής καταγωγής, ο ευγενής3. αυτός που έχει ευγενικό ήθος4. ο καλός στο είδος του, ο εξαιρετικός5. έντονος, σφοδρός6. (για ζώα) ο καλής ράτσας7. το ουδ. ως ουσ. το γενναίονη γενναιότητα, η ευγένεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. γενναίος < *γενεαίος < γενεά. Το διπλό σύμφωνο (νν) προήλθε είτε από συμφωνική προφορά του -ε- είτε από εκφραστικό διπλασιασμό (βλ. και λ. γεννώ). Πρόκειται για λέξη ήδη ομηρική, με αρχική σημασία «αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του» (πρβλ. τον ορισμό τού Αριστοτέλους «εὐγενὲς μὲν ἐστὶ τὸ ἐξ ἀγαθοῡ γένους, γενναῑον δὲ τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς αὐτοῦ φύσεως»). Με αφετηρία τη σημασία αυτή, η λ. γενναίος χρησιμοποιήθηκε επίσης για τον χαρακτηρισμό προσώπων, πράξεων ή συμπεριφοράς, προσλαμβάνοντας μερικές φορές και τη σημασιολογική απόχρωση τού δυνατού, τού βίαιου. Το γενναίος συνδέεται σημασιολογικά με τα αγαθός «ευγενής στην καταγωγή, γενναίος, ανδρείος» Όμ., αρχ. θρασύς «τολμηρός, θαρραλέος, γενναίος», τολμηρός και ανδρείος.ΠΑΡ. γενναιότηταμσν.γενναιάζω.ΣΥΝΘ. αρχ. γενναιοπρεπής, φιλογενναίοςμσν.γενναιόθυμος, γενναιοκάρδιοςμσν.- νεοελλ.γενναιόφρων, γενναιόψυχοςνεοελλ.γενναιόδωρος, γενναιόκαρδος].
Dictionary of Greek. 2013.